διδασκαλιον

διδασκαλιον
    διδασκάλιον
    (κᾰ) τό
    1) предмет обучения, наука или знание
    

(οἱ Φοίνικες πολλὰ ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τοὺς Ἕλληνας Her.)

    2) правило обучения, методический прием
    

(τὸ κράτιστον τῶν διδασκαλίων Xen.)

    3) Plut. = δίδακτρα См. διδακτρα

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διδασκαλιον" в других словарях:

  • διδασκάλιον — διδασκάλιον, το (AM) [διδάσκαλος] μσν. μάθημα αρχ. 1. ό,τι διδάσκεται, το αντικείμενο τής μαθήσεως, επιστήμη 2. στον πληθ. τα διδασκάλια αμοιβή διδασκάλου, δίδακτρα …   Dictionary of Greek

  • διδασκάλιον — thing taught neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλίοις — διδασκάλιον thing taught neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλίου — διδασκάλιον thing taught neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλίων — διδασκάλιον thing taught neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλίῳ — διδασκάλιον thing taught neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκάλια — διδασκάλιον thing taught neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»